- τιτίζος
- και τιτίζης, ο, θηλ. τιτίζα Ν(παλαιός τ.)1. λεπτολόγος2. ιδιότροπος.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. titiz].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τιτιζιά — η, Ν [τιτίζος] (παλαιός τ.) 1. υπερβολική λεπτολογία 2. ιδιοτροπία … Dictionary of Greek